παρηορίαι

παρηορίαι
παρηορίᾱͅ , παρηόριος
from side to side
fem dat sg (attic doric aeolic)
παρηορία
side-traces
fem nom/voc pl
παρηορίᾱͅ , παρηορία
side-traces
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρηορία — ἡ, Α [παρήορος] στον πληθ. αἱ παρηορίαι α) οι τεντωμένοι ιμάντες με τους οποίους δένονταν ο παρήορος δίπλα στα ζευγμένα άλογα τού άρματος β) οι εκτάσεις που βρίσκονται και στις δύο πλευρές ποταμού, παραποτάμιες εκτάσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”